- καλλιεργούμαι
- καλλιεργούμαι, καλλιεργήθηκα, καλλιεργημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καλλιεργώ — (AM καλλιεργῶ, έω) [καλλίεργος] κάνω τις απαραίτητες γεωργικές εργασίες για να καταστήσω τη γη γόνιμη και να προκαλέσω την ανάπτυξη και καρποφορία τών φυτών νεοελλ. 1. επιδίδομαι σε κάτι με μεγάλο ζήλο («καλλιεργώ τις τέχνες») 2. εξασκώ κάποια… … Dictionary of Greek
προσασκώ — έω, ΜΑ [ἀσκῶ] εξασκώ, γυμνάζω κάποιον επί πλέον («προσασκοῡνται τῷ φόβῳ», Ιώσ.) αρχ. παθ. προσασκοῡμαι, έομαι (για γη) καλλιεργούμαι … Dictionary of Greek
συγκτίζω — Α [κτίζω] 1. κτίζω ή ιδρύω από κοινού με άλλον πόλη ή αποικία 2. (γενικά) κτίζω, ιδρύω («χωρίον συνέκτισε Γάβα καλούμενον», Ιώσ.) 3. παθ. συγκτίζομαι α) δημιουργούμαι μαζί με άλλον β) καλλιεργούμαι («χωρία καλῶς γεωργεῑσθαι δυνάμενα καὶ αὐλῶνες… … Dictionary of Greek
συνεργάζομαι — ΝΜΑ [εργάζομαι] εργάζομαι μαζί με άλλον ή με άλλους, συμπράττω (α. «συνεργάζομαι αρμονικά μαζί τους για την ολοκλήρωση τής μελέτης» β. «εἰ ξυμπονήσεις καὶ συνεργάσει σκόπει», Σοφ.) νεοελλ. 1. είμαι συνεργάτης, παρέχω την προσφορά μου σε περιοδικό … Dictionary of Greek
υπογεωργώ — έω, Α [γεωργῶ] παθ. ὑπογεωργοῡμαι, έομαι (για περιοχές και κτήματα) καλλιεργούμαι από ὑπογεωργούς («ὑπογεωργουμένων κωμῶν», επιγρ.) … Dictionary of Greek
φυτοτροφούμαι — έομαι, Α [φυτοτρόφος] (για φυτό) καλλιεργούμαι, αναπτύσσομαι … Dictionary of Greek
χειρουργώ — χειρουργῶ, έω, ΝΜΑ [χειρουργός] εκτελώ εγχείρηση, κάνω χειρουργική επέμβαση αρχ. 1. προσφέρω υπηρεσία με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.) 2. χειροδικώ, βιαιοπραγώ («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῑν», Θουκ … Dictionary of Greek